- νεκτάρεον
- νεκτάρεοςnectarousmasc acc sgνεκτάρεοςnectarousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεκτάρεος — νεκτάρεος, έα, ον, ιων. τ. θηλ. έη (Α) 1. (για ενδύματα) α) αυτός που ευωδιάζει σαν νέκταρ, ευώδης β) λαμπρός, έξοχος 2. αυτός που αποτελείται από νέκταρ, από οίνο («νεκταρέαις σπονδαῑσιν», Πίνδ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) νεκτάρεον γλυκά, με γλυκό… … Dictionary of Greek